Καράν ντ’ Ας

Καράν ντ’ Ας
(Caran d’ Ache, Μόσχα 1858 – Παρίσι 1909). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου σχεδιαστή και γελοιογράφου Εμανουέλ Πουαρέ, το οποίο προέρχεται από τη ρωσική λέξη καραντάς που σημαίνει μολύβι. Καταγόταν από Γάλλους γονείς που ήταν εγκατεστημένοι στη Μόσχα, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ανέπτυξε δραστηριότητα εικονογράφου και γελοιογράφου. Συνεργάστηκε πρώτα με την Chronique Parisienne και αργότερα με το Tot Paris, την Caricature, το Rire κ.ά. Σχεδίασε πολυάριθμους πίνακες για μια παντομίμα του περίφημου νυχτερινού κέντρου Chat Noir, γνωρίζοντας ιδιαίτερη επιτυχία. Αξιοποιώντας την πρωτοτυπία της γελοιογραφίας του, που στηριζόταν στο εκφραστικό σχέδιο, δημιούργησε θαυμάσιες «ιστορίες χωρίς λόγια». Τα σχέδιά του, συγκεντρωμένα σε λευκώματα, αποτελούν ενδιαφέρον ηθογραφικό τεκμήριο της εποχής. Η γελοιογραφία του Καράν ντ’ Ας εκφράστηκε με μεγάλη επιτυχία στις ιστορίες χωρίς λόγια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάραν — κάρᾱν , κάρα head fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • κλόουν — (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Φορέν, Ζαν Λουί — (Forain, Ρενς 1852 – Παρίσι 1931). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και σχεδιαστής. Στην αρχή ασχολήθηκε με την εγκαυστική και στη συνέχεια με τη λιθογραφία, αλλά είναι περισσότερο γνωστός ως σκιτσογράφος. Το 1898, τον καιρό της υπόθεσης Ντρέιφους,… …   Dictionary of Greek

  • ВИЗАНТИЙ — [Визант; греч. Βυζάντιος, Βύζας], визант. гимнограф. Этим именем надписаны в Минеях ряд самогласных стихир. Как творения В. (Βυζαντίου) в греч. печатных Минеях обозначены самогласны след. служб: индикта (1 сент., на «Господи, воззвах», на «И… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”